καταγελᾷν

καταγελᾷν
καταγελάω
laugh
pres inf act
καταγελάω
laugh
pres inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καταγελᾶν — Καταγέλα fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγελᾶν — καταγελάω laugh pres part act masc voc sg (doric aeolic) καταγελάω laugh pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταγελάω laugh pres part act masc nom sg (doric aeolic) καταγελᾶ̱ν , καταγελάω laugh pres inf act (epic doric) καταγελάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ругать — укр. поругатися насмехаться , блр. поруга поругание , уруга упрек , др. русск. ругъ насмешка , ругати ся насмехаться , ст. слав. рѫгъ ὀνειδισμός, καταγέλως (Супр.), рѫгати сѩ ἐμπαίζειν, καταγελᾶν (Остром., Супр.), болг. ръгая ругаю, поношу ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”